- καλαθοσφαίριση
- basket
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καλαθοσφαίριση — Βλ. λ. μπάσκετ μπολ … Dictionary of Greek
μπάσκετ-μπολ ή καλαθοσφαίριση — Ομαδική αθλοπαιδιά που διεξάγεται μέσα σε προκαθορισμένα χρονικά όρια, κατά τα οποία οι δύο αντιμέτωπες ομάδες, ενώ κάθε μια προστατεύει ένα ειδικό καλάθι, προσπαθούν να στείλουν με τα χέρια μια μπάλα στο καλάθι της αντίπαλης ομάδας. Κάθε φορά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
καλαθόσφαιρα — καλαθόσφαιρα, η και καλαθοσφαίριση, η μπάσκετ μπολ: Δεν έχουμε καλή ομάδα στην καλαθοσφαίριση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλαθόσφαιρα — και καλαθοσφαίριση, η αγωνιστικό παιγνίδι κατά το οποίο οι παίκτες προσπαθούν να ρίξουν τη μπάλα μέσα στο καλάθι τής αντίπαλης ομάδας, αλλ. μπάσκετ μπωλ ή απλώς μπάσκετ. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. basket ball < basket… … Dictionary of Greek
κατεβασιά — η [κατεβάζω] 1. η ενέργεια τού κατεβάζω 2. άφθονη ροή υδάτων ποταμού ή ρεύματος 3. πολύ δυνατή αιφνίδια βροχή 4. ορμητικός άνεμος 5. καταρροή τής μύτης, συνάχι 6. καταρράκτης τών ματιών 7. κήλη, κατέβασμα 8. κατηφοριά 9. (σε αθλοπαιδιές,… … Dictionary of Greek
παράταση — η / παράτασις, άσεως, ή, ΝΜΑ [παρατείνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρατείνω 2. χρονική επιμήκυνση, συνέχιση, εξακολούθηση (α. «παράταση τής ασθένειας» β. «εἰς μὲν παράτασιν σκαπτέτω τὰς ἀμπέλους, εἰς δὲ συντελείωσιν σκαψάτω τὰς… … Dictionary of Greek
πρωτάθλημα — το, Ν (αθλ.) 1. σειρά αγώνων από τους οποίους πρόκειται να αναδειχθεί ο πρωταθλητής ή η πρωταθλήτρια ομάδα τού συγκεκριμένου αθλήματος (α. «εθνικό πρωτάθλημα» β. «παγκόσμιο πρωτάθλημα») 2. η τελική νίκη σ αυτήν τη σειρά αγώνων, η κατάκτηση τής… … Dictionary of Greek
ριμπάουντ — το, Ν άκλ. 1. (κυρίως στην καλαθοσφαίριση) αναπήδηση που κάνει ένας αθλητής προκειμένου να πάρει την μπάλα μετά από αποτυχημένη βολή προς το καλάθι 2. φρ. α) «επιθετικό ριμπάουντ» (αθλ.) ριμπάουντ που κερδίζει ο καλαθοσφαιριστής μετά από… … Dictionary of Greek
σουτ — (I) και σουστ και σους και σου Ν επιφών. σιωπή! σιγά! [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ.]. (II) το, Ν 1. (στο ποδόσφαιρο) το τελικό λάκτισμα τής μπάλας στην αντίπαλη εστία 2. (στην καλαθοσφαίριση) πετυχημένη βολή τής μπάλας 3. φρ. «έφαγε σουτ» τόν… … Dictionary of Greek
τάπα — η, Ν 1. πώμα ιδίως από φελλό ή ξύλο 2. χάρτινο βύσμα κατάλληλο για συγκράτηση τής γόμωσης τών εμπροσθογεμών όπλων 3. (στην καλαθοσφαίριση) κίνηση με την οποία ο αντίπαλος παίκτης χτυπάει την μπάλα κατά την άνοδό της προς τη στεφάνη για να μην… … Dictionary of Greek